- θεραπνίς
- θεραπνίς, -ίδος, ἡ (Α) [θεράπνη](ποιητ. τ.) η θεραπαινίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεραπνίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπνίδες — θεραπνίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)